- πρωτομάρτυρας
- ο, η, πρωτομάρτυς, -υρος, ΝΜΑ, και πρωτομάρτυρ, -ος, Μ(κυρίως ως προσωνυμία τού αγίου Στεφάνου και τής αγίας Θέκλης) ο πρώτος που υπέστη μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του στον Χριστόνεοελλ.1. (ως τιμητική προσφώνηση) αυτός που συμπεριλαμβάνεται μεταξύ τών σπουδαιότερων μαρτύρων της πίστης2. στον πληθ. οι πρωτομάρτυρεςοι πρώτοι μάρτυρες εθνικού ή ιδεολογικού αγώνα («οι πρωτομάρτυρες τής λευτεριάς»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + μάρτυς, -υρος (πρβλ. μεγαλο-μάρτυρας)].
Dictionary of Greek. 2013.